- υπερκαλιαιμία
- η, Νιατρ. αύξηση τού καλίου τού αίματος και ιδίως τού πλάσματος πάνω από 200 χιλιοστά τού γραμμαρίου κατά λίτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. hyperkaliemie < hyper- (< υπερ-*) + kali-emie (< kalium «κάλιο» + -emie < αίμα)].
Dictionary of Greek. 2013.